βούπαις

βούπαις
βούπαις, αιδος, ,
A big boy, Ar.V.1206, Eup.402, A.R.1.760, BCH 47.85 ([place name] Philippi), Agath.2.14(pl.).
II child of the ox, = βουγενής, of bees, in allusion to their fabulous origin, AP7.36 (Eryc.).
III a fish (nisi leg. ἰσχυρός), Hsch.
IV = βουκόλος, Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βούπαις — βούπαις, ο (Α) 1. μεγάλο παιδί, παληκαρόπουλο 2. γέννημα αγελάδας (για τις μέλισσες που προήλθαν από αγελάδα κατά τη μυθολογία). [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό (< βους) + παις (πρβλ. βουκόρυζα, βουμελία κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • βούπαις — big boy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούπαιδα — βούπαις big boy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούπαιδας — βούπαις big boy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούπαιδες — βούπαις big boy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούπαιδος — βούπαις big boy masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούπαισι — βούπαις big boy masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TITYUS — Iovis filius ex Elara Orchomeni filia, quam cum Iuppiter compressislet, gravidamque reddidislet, veritus Iunonis indignationem, inter terrae viscera eam occoltavit; instante vero legitimô partus tempore, Elara mirae magnitudinis puerum enixa est …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έξακμος — ἔξακμος, ο (Α) [ακμή] βούπαις, μεγαλόσωμο παιδί που δεν είναι ακόμη τέλειος άντρας …   Dictionary of Greek

  • βουκόρυζα — βουκόρυζα, η (Α) ισχυρός ρινικός κατάρρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό < βους + κόρυζα «μύξα». Στη λ. βουκόρυζα το α συνθετικό βου έχει τη σημ. «μεγάλος» (πρβλ. βουμελία, βούπαις)] …   Dictionary of Greek

  • βουμελία — βουμελία, η (Α) είδος μεγάλης μελίης, φλαμουριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό (< βους) + μελία «φλαμουριά» (πρβλ. βουκόρυζα, βούπαις κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”